τραχήλι'

τραχήλι'
τραχήλια , τραχήλια
scraps of meat and gristle about the neck
neut nom/voc/acc pl
τραχήλια , τραχήλιον
butt-end of a spear
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραχήλι — Οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται BΔ του Αλιβερίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). * * * το, Ν ο τράχηλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος, κατά τα ουδ. σε ι (πρβλ. και τράχηλας)] …   Dictionary of Greek

  • Liste kretischer Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραχήλια — τά, Α [τράχηλος] 1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.) 2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα …   Dictionary of Greek

  • Άληντα — Όρμος στη δυτική ακτή της Χίου, ένα μίλι βορειότερα από το ακρωτήριο Τραχήλι. Αναφέρεται και με τα ονόματα Αλύντα και Αλούνδα. Ο όρμος είναι ακατάλληλος για προσορμίσεις πλοίων …   Dictionary of Greek

  • Πετρονήσι — Νησί του Σαρωνικού στον κόλπο της Αίγινας, τρία μίλια στα βόρεια του ακρωτηρίου Τραχήλι …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”